ενσκήπτω

ενσκήπτω
αμετ.
1) нападать, обрушиваться; вспыхивать, разражаться; ударять (о молнии); ενέσκηψε θύελλα разразилась буря; ενέσκηψε επιδημία τύφου вспыхнула эпидемия тифа; 2) вламываться, врываться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ενσκήπτω" в других словарях:

  • ἐνσκήπτω — hurl pres subj act 1st sg ἐνσκήπτω hurl pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενσκήπτω — ενσκήπτω, ενέσκηψα βλ. πίν. 11 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ενσκήπτω — (AM ἐνσκήπτω, Α και επικ. τ. ἐνισκήπτω) [σκήπτω] 1. πέφτω ξαφνικά, ορμητικά 2. (για αρρώστια) προσβάλλω ξαφνικά μεγάλο αριθμό ατόμων («ενέσκηψε επιδημία») αρχ. 1. εξακοντίζω, εκσφενδονίζω 2. παρουσιάζομαι ξαφνικά σαν κακό …   Dictionary of Greek

  • ενσκήπτω — ενέσκηψα, αμτβ., πέφτω μέσα ή πάνω σε κάτι ξαφνικά και ορμητικά: Ενέσκηψε θύελλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐνισκήψουσι — ἐνσκήπτω hurl aor subj act 3rd pl (epic) ἐνσκήπτω hurl fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐνσκήπτω hurl fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνισκήψῃ — ἐνσκήπτω hurl aor subj mid 2nd sg ἐνσκήπτω hurl aor subj act 3rd sg ἐνσκήπτω hurl fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνσκήψουσι — ἐνσκήπτω hurl aor subj act 3rd pl (epic) ἐνσκήπτω hurl fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐνσκήπτω hurl fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνσκήψουσιν — ἐνσκήπτω hurl aor subj act 3rd pl (epic) ἐνσκήπτω hurl fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐνσκήπτω hurl fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνσκηπτόντων — ἐνσκήπτω hurl pres part act masc/neut gen pl ἐνσκήπτω hurl pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνσκηψάντων — ἐνσκήπτω hurl aor part act masc/neut gen pl ἐνσκήπτω hurl aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνσκῆπτον — ἐνσκήπτω hurl pres part act masc voc sg ἐνσκήπτω hurl pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»